Στην τελευταία μας αυτή συνάντηση στον όμορφο κήπο του Μόμο τα σχολεία έχουν τελειώσει, αλλά εμείς μάλλον δε θέλουμε να αφήσουμε τη Λέσχη μας...

Trivizas14Με τα βιβλία μας αγκαλιά περάσαμε ένα όμορφο πρωινό συζητώντας αυτό το δημοφιλές βιβλίο του εγκληματολόγου-συγγραφέα (ποια ιδιότητα να βάλεις άραγε πρώτη;) Ευγένιου Τριβιζά. Εκκινώντας από τον τίτλο και τα εξώφυλλα των δύο εκδόσεών του, παρατηρήσαμε όλα τα περικειμενικά του στοιχεία: γραμματοσειρές, τίτλο, εικονογράφηση, χρωματικές επιλογές, "αυτάκια" και ενσωμάτωση μελετών και κριτικών στη νέα έκδοση. Αρχικά φάνηκε ότι δε γνωρίζαμε πολλά για το μυθιστορηματικό έργο του Τριβιζά, και ίσως ελάχιστα για το θεατρικό, αφού το πρώτο πράγμα που μας ήρθε στο μυαλό ήταν η Φρουτοπία. Στην πορεία, όμως, θυμηθήκαμε πολύ γνωστά του έργα, όπως Τα τρία μικρά λυκάκια, Η Πουπού και η Καρλότα, Ποιος έκανε πιπι στον Μισσισιπή, Ο πόλεμος των Ούφρων και των Τζούφρων και τόσα άλλα... Έτσι αναφερθήκαμε σε αυτές τις πτυχές με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και ανακαλέσαμε μνήμες έργων ξεχασμένες: Τα μαγικά μαξιλάρια, Η Ζωγραφιά της Χριστίνας, Ο Χιονάνθρωπος και το κορίτσι, Οι Πειρατές της Καμινάδας κ.ά.

Trivizas6

Μιλήσαμε για τις ιδιότητες του Τριβιζά και πραγματικά εντυπωσιαστήκαμε από το επάγγελμά του (ο συγγραφέας είναι εγκληματολόγος), καταλάβαμε όμως πολλά για την πολιτική διάσταση του έργου του. Διαβάσαμε επιλεγμένα αποσπάσματα, συζητήσαμε για την εικονογράφηση (η Ιωάννα παρατήρησε πόσο ο κεντρικός ήρωας παρουσιάζεται πάντα με ίσιο τρίχωμα σε σχέση με τους όμοιούς του) και τον τρόπο γραφής του Τριβιζά (μας εντυπωσίασαν τα γλωσσικά του παιχνίδια, όπως αγατούλα, γαταδότες κτλ.), μιλήσαμε για τακτικές ευθανασίας σε παλαιότερες εποχές, όπως στην αρχαία Σπάρτη ή αντιλήψεων για την ιδανική πολιτεία, όπως βρίσκουμε στην Πολιτεία του Πλάτωνα και καταλάβαμε ότι οι Ναζί δεν διεκδικούν την πρωτοτυπία της σύλληψης των ευγονικών πρακτικών. Συγκρίναμε το έργο με Τα Μαγικά Μαξιλάρια και βρήκαμε πολλές ομοιότητες και διαφορές που μας βοηθήσαν να αντιληφθούμε τη διαφορά στα είδη: σύγχρονη παραμυθιακή ιστορία-ιστορία του φανταστικού. Αναφερθήκαμε σε συγκεκριμένα αποσπάσματα του έργου που αποτυπώνουν τη σκληρή φύση των ανθρώπων και συμφωνήσαμε για το πιο σκληρό από αυτά: τη σκηνή της θανάτωσης του Μουντζούρη στο πάρκο από τη βελόνα πλεξίματος της γιαγιάς της Μαριλένας. Θα πρέπει να σημειώσουμε, πάντως, ότι το έργο, όταν πρωτοκυκλοφόρησε δεν απευθυνόταν μόνο σε παιδιά αλλά και σε ενήλικες και πως σήμερα δεν προκαλεί τα ίδια συναισθήματα με τις σκληρές του σκηνές, ίσως γιατί η πραγματικότητα το ξεπερνά.

Trivizas9Το έργο έχει τύχει πολλαπλών εκδόσεων, μεταφράσεων αλλά και θεατρικών μεταφορών από ερασιτεχνικούς και επαγγελματικούς θιάσους. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στις μεγάλες σκηνές των επαγγελματικών θιάσων ο συγγραφέας ανεβάζει τις δικές του θεατρικές διασκευές (όταν πρόκειται για τη μεταφορά ενός λογοτεχνικού του έργου επί σκηνής).

 

Trivizas1
Trivizas10
Trivizas11
Trivizas12
Trivizas13
Trivizas14
Trivizas2
Trivizas3
Trivizas4
Trivizas5
Trivizas6
Trivizas7
Trivizas8
Trivizas9
01/14 
start stop bwd fwd

 

Στη συνέχεια  μπορείτε να διαβάσετε ένα διασκευασμένο μικρό απόσπασμα από τη διδακτορική διατριβή της κυρίας μας για το μυθιστορηματικό και θεατρικό έργο του Ευγένιου Τριβιζά, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε και μεγάλο μέρος της συζήτησής μας.

«Ένα ψέμα, όσοι και να το λένε, δεν παύει να είναι ψέμα» 

Για πολλούς Η Τελευταία Μαύρη Γάτα είναι ίσως το πιο συγκροτημένο έργο του αγαπημένου συγγραφέα των παιδιών, Ευγένιου Τριβιζά. Το μυθιστόρημα εκδίδεται το 2001 από τις εκδόσεις «Ελληνικά γράμματα», πραγματοποιεί μια επιτυχημένη εκδοτική πορεία, ενώ, με το κλείσιμο του εκδοτικού οίκου, το έργο αναλαμβάνουν το 2012 οι εκδόσεις «Μεταίχμιο». Χωρίς κείμενο στο οπισθόφυλλο, παρά μόνο μέσα από τις συγκεκριμένες τυπογραφικές και εικονιστικές αναφορές, η πρώτη έκδοση του έργου το κατατάσσει μάλλον στις ιστορίες μυστηρίου και στη μεγάλη κατηγορία του φαντασιακού.

Με τη μοναδική εικονική αναπαράσταση της μαύρης γάτας κάτω από και στραμμένη προς τον τίτλο του έργου, αλλά και με το αντιθετικό ασπρόμαυρο παιχνίδισμα που υποδηλώνει τις στερεοτυπικές αντιλήψεις του καλού και του κακού, ο τίτλος είναι ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του παιχνιδιού του νοήματος στο εξώφυλλο της Τελευταίας μαύρης γάτας στην πρώτη της έκδοση. Αυτό που καλείται να διαβάσει ο αναγνώστης είναι η ιστορία του τελευταίου εκπροσώπου ενός είδους, προφανώς μια ιστορία γενοκτονίας, ίσως και ολοκαυτώματος. Τα υπόλοιπα αφήνονται στη φαντασία του αναγνώστη.

Trivizas1Στην έκδοση, όμως, του «Μεταίχμιου» που ακολουθεί, το φόντο αντιστρέφεται χρωματικά: όπου άσπρο τώρα μαύρο και το αντίθετο. Ο μαύρος τίτλος στο άσπρο φόντο θα χάσει την υποβλητικότητά του, καθώς θα ενταχθεί πλέον λευκός σε μαύρο φόντο που κυριολεκτικά τον «απορροφά». Σε αντιστάθμισμα, μια εικόνα που αντλείται αυτήν τη φορά από το εσωτερικό του κειμένου και αποτελεί μέρος της αρχικής του εικονογράφησης, χρησιμοποιείται στο εξώφυλλο με σαφείς προθέσεις: να περάσει στον αναγνώστη το μήνυμα της δίωξης, της μισαλλοδοξίας και της φρενίτιδας που καταλαμβάνει τον μαινόμενο όχλο, μηνύματα δηλαδή που θα επικυρώσουν ό,τι πρωτύτερα θα παρέμενε στις αρχικές υποθέσεις του αναγνώστη.

Κοιτώντας και τα δύο εξώφυλλα παρατηρούμε ότι το δεύτερο είναι πιο «καταθλιπτικό», ίσως με την επιλογή του μαύρου χρώματος, ίσως με την εικόνα της δίωξης. Σίγουρα στέλνει ένα πιο ξεκάθαρο μήνυμα και αυτό μπορεί να οφείλεται στην εποχή που επανεκδίδεται το έργο και στη βεβαιωμένη πλέον εκδοτική του επιτυχία που δεν αφήνει αμφιβολίες για το αν πρέπει να έχει μια ωμή ρεαλιστική εικόνα του περιεχομένου του στο εξώφυλλό του. Πάντως, μοιάζει να επιβεβαιώνει αυτό που η Μένη Κανατσούλη παρατηρεί για το έργο, πως δηλαδή είναι μεν ένα ώριμο και στοχαστικότερο έργο του συγγραφέα αλλά, και σε αντίθεση με τον Τριβιζά στα Μαγικά μαξιλάρια, είναι και λιγότερο αισιόδοξο. Επίσης, ότι στο πρώτο έργο «η αντίσταση δικαιώνεται και η ελπίδα ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος θριαμβεύει. Στην Τελευταία μαύρη γάτα, τέτοια βεβαιότητα δεν προκύπτει […] Σαν να υποκρύπτεται ένας μηδενισμός, μια στάση λανθάνουσας παραίτησης».

Κάθε τίτλος μπορεί να αποτελέσει και ένα είδος γέφυρας μεταξύ κειμένου και πραγματικότητας ανεξάρτητα της πορείας που διανύει ο αναγνώστης (από την εξωτερική πραγματικότητα προς το κείμενο ή το αντίστροφο).  Οι λέξεις του τίτλου μπορεί να καταγράφουν και νοήματα της εποχής, να περιλαμβάνουν συνυποδηλώσεις οι οποίες διευρύνουν τα θεμελιακά τους νοήματα.

Η Τελευταία μαύρη γάτα εκπροσωπεί κάθε πληθυσμό που απειλείται με αφανισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα στον καταιγισμό των ονομάτων (Μουντζούρης, Κοψονούρης κ.ά.), ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, που συμμετέχει στην ιστορία, δεν ονομάζεται. Οι αναγνώστες δεν γνωρίζουμε το όνομά του μέχρι και το τέλος της ιστορίας. 

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιλογή των αποσπασμάτων από κριτικές του βιβλίου στην Ελλάδα και το εξωτερικό που ανθολογούνται στο εσωτερικό του εξωφύλλου στην Τελευταία μαύρη γάτα, το έργο του Τριβιζά για το οποίο έχουν γραφτεί οι περισσότερες μελέτες και κριτικές. Ένα λεξιλόγιο όπως «υποβλητικός μύθος, ρατσισμός, αντίσταση, βιβλίο-παραβολή, βιβλίο-αντανάκλαση, μισαλλοδοξία, φιλία, προδοσία, αποδιοπομπαίοι τράγοι, μυθιστόρημα, περιπέτεια φαντασίας, δεισιδαιμονίες, προλήψεις, προκαταλήψεις, φυλετικές διακρίσεις, έλλειμμα δημοκρατίας» συγκροτεί νοήματα, ανακαλεί προηγούμενες αναγνώσεις, ανασύρει βιώματα αλλά και ιστορική γνώση, ενώ μας προτρέπει σε επίκαιρες συνδέσεις.

Οι μεσότιτλοι

Η τελευταία μαύρη γάτα ακολουθεί τον τύπο του περιγραφικού μεσότιτλου που άμεσα παραπέμπει στους μεσότιτλους του πικαρικού μυθιστορήματος του 16ου αιώνα. Πρόκειται για μια μεικτή μορφή τίτλων που ξεκινά με τη ρηματική ένδειξη (π.χ. Κεφάλαιο πρώτο), ακολουθεί η ονοματική πρόταση στο πάνω μέρος με πιο έντονη γραμματοσειρά και η αφηγηματική πρόταση στο τέλος. 

22

Οι γιαγιάδες της παιδικής χαράς

Όπου ο Μουντζούρης συναντάει τη Μαριλένα

                                      στην παιδική χαρά, αλλά η χαρά του δεν κρατάει για πολύ

Οι αφηγηματικοί μεσότιτλοι αποτελούν ένα είδος περίληψης ή περιγράμματος του κεφαλαίου. Σήμερα έχουν σχεδόν εξ ολοκλήρου εκλείψει ή τουλάχιστον εμφανίζονται καθαρά ονοματικοί και μικρότεροι σε έκταση.

Τα μαγικά μαξιλάρια, όπως και η Τελευταία μαύρη γάτα ανοίγουν έναν ιδιαίτερο κύκλο σχολιασμών που αφορά την πολιτική διάσταση του έργου του Τριβιζά. 

Συχνά θα δούμε τα δυο έργα να αναφέρονται μαζί, ιδιαίτερα όταν ο συγγραφέας καλείται να σχολιάσει τη συγγραφική πρόθεση:

«Δεν σκέφτομαι διδάγματα στο ξεκίνημα του παραμυθιού. Είναι όμως, νομίζω, παγίδα να χρησιμοποιεί κανείς εν ψυχρώ ως αφετηρία ένα δίδαγμα, ένα μήνυμα ή κάποια κοινωνική ή πολιτική άποψη, και αυτό επειδή κινδυνεύει να οδηγηθεί σε κείμενα στεγνά, διδακτικά και σχολαστικά. H έμπνευση ρέει από άλλες πηγές. Δεν ξεκίνησα να γράφω, για παράδειγμα, τους "Ιππότες της τηγανητής πατάτας" για να μεταδώσω ένα δίδαγμα για την καταστροφή της φύσης, ούτε την "Τελευταία μαύρη γάτα" για να στηλιτεύσω τον ρατσισμό, ούτε έγραψα τα "Μαγικά μαξιλάρια" για να σχολιάσω τον πολιτικό ολοκληρωτισμό. Οι θέσεις, οι απόψεις, τα μηνύματα, αναδύθηκαν αυθόρμητα και διεκδίκησαν τη θέση τους σε μεταγενέστερα στάδια της συγγραφικής διαδικασίας. Πρωταρχικά το βιβλίο πρέπει να διασκεδάζει το παιδί και να διευρύνει τους δημιουργικούς του ορίζοντες και μετά διακριτικά να μεταδίδει μηνύματα και να διδάσκει».

Θα υποστηρίζαμε ότι Η Τελευταία Μαύρη Γάτα διεκδικεί τη θεματική των περισσοτέρων συνεντεύξεων σε σχέση με τα υπόλοιπα έργα του. 

Trivizas3

Στον φανατισμό και στα στερεότυπα θα αναφερθεί πολλές φορές και στις επόμενες συνεντεύξεις του. Μπορεί ο δημοσιογράφος να τον καλεί να σχολιάσει την «αρμονική συμβίωση στις σημερινές πολυπολιτισμικές κοινωνίες» όχι με την ιδιότητα του συγγραφέα, αλλά του εγκληματολόγου. Τότε ο Τριβιζάς απαντά από άλλη θέση καθαρά πολιτική:

«Πρέπει να απαλλαγούμε από τις παγίδες των στερεότυπων. Αυτό ίσως είναι αργά για πολλούς από μας, όχι όμως για τα παιδιά μας. Στα παιδικά βιβλία έχουμε σαφώς διακριτά στερεότυπα του καλού και του κακού. Μια από τις αρνητικές συνέπειες αυτού του τρόπου προσέγγισης είναι ότι οδηγούμεθα σε μια εσφαλμένη διάκριση, όχι μεταξύ «καλού» και «κακού», αλλά μεταξύ «καλών» και «κακών» ατόμων ή ομάδων. Οι πράξεις όμως των συνανθρώπων μας πρέπει να αξιολογούνται καθ’ εαυτές, όχι βάσει του χρώματος, της εθνικότητας, της εμφάνισης, της καταγωγής ή άλλων χαρακτηριστικών του πράττοντος. Όταν ένα πρόσωπο, μια χώρα, ένας πληθυσμός ή μια εθνότητα θεωρείται ότι ενσαρκώνει το «καλό» και ο αντίπαλός του το «κακό», αυτό ανοίγει τον δρόμο για κάθε λογής βαρβαρότητα, για κάθε λογής απανθρωπιά».

Σε μια τελευταία του συνέντευξη φανερώνει όχι μόνο την αιτία αλλά και ό,τι στάθηκε η αφορμή για να γράψει αυτό το έργο:

«Το γραφείο μου στο Λονδίνο αντικρίζει μια σειρά από παράθυρα σε ένα παλιό βικτωριανό κτίριο. Σε ένα από αυτά έβλεπα για μήνες μια παχουλή μαύρη γάτα να με κοιτάζει κουλουριασμένη στο περβάζι. Ένα πρωί, επιστρέφοντας από ένα συνέδριο στο Αμβούργο, είδα στο ίδιο περβάζι μια το ίδιο παχουλή με την πρώτη γάτα αλλά άσπρη. “Τι να συνέβη άραγε;” αναρωτήθηκα. “Είναι άλλη γάτα ή μήπως είναι η ίδια που άλλαξε χρώμα; Και αν είναι η ίδια, για ποιο λόγο να αλλάξει χρώμα;” Αυτή ήταν η αφορμή να γράψω την ιστορία της τελευταίας μαύρης γάτας ιδίως επειδή εκείνη την εποχή με απασχολούσε ως εγκληματολόγο το θέμα των στερεοτύπων του καλού και του κακού και υποθέσεις βασανισμών και δολοφονιών παιδιών τα οποία τα κατηγορούσαν οι δράστες για σατανισμό και μαγεία».

Για τα αναγνώσματα που πιθανά επηρέασαν τη γραφή αυτού του έργου ή στάθηκαν πηγή έμπνευσής του, δεν έχουμε ιδιαίτερες αναφορές του συγγραφέα πέρα από τις ιστορίες εξολόθρευσης των γάτων στο μεσαίωνα. Οι αναφορές αυτές, όμως, δείχνουν την ιδιαίτερη ενασχόλησή του με το θέμα:

«Η πικρή αλήθεια είναι ότι τα επεισόδια του μυθιστορήματος ωχριούν μπροστά στους διωγμούς που έχουν υποστεί στην πραγματικότητα οι μαύρες γάτες ιδιαίτερα τον Μεσαίωνα. Την περίοδο εκείνη οι πληθυσμοί της Ευρώπης πίστευαν ότι οι μαύρες γάτες είναι ενσαρκώσεις του Σατανά. Το 1233 ο Πάπας Γρηγόριος ο Ένατος είχε εκδώσει μια παπική διακήρυξη (VOX IN RAMA) στην οποία κατηγορούσε τις γάτες ότι υπηρετούν τον πρίγκιπα του σκότους και το 1484 ο Πάπας Ινοκέντιος ο Όγδοος σε μια εγκύκλιο (SUMMIS DESIDERANTES) όριζε ότι οι μάγισσες πρέπει να καίγονται στην πυρά μαζί με τις γάτες τους. Οι φοβεροί αυτοί διωγμοί συνεχίστηκαν καθ' όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Εκατοντάδες χιλιάδες γάτες βασανίστηκαν με ανατριχιαστικούς τρόπους, κρεμάστηκαν, πνίγηκαν, τεμαχίστηκαν και κάηκαν ζωντανές, σε σημείο που το είδος σχεδόν εξαφανίστηκε από την Ευρώπη».

Μάλιστα ο ίδιος αναφερόμενος στον συμβολισμό του έργου παρατηρεί ότι:

«Ο ρατσισμός, ο φανατισμός και η προκατάληψη είναι Λερναίες Ύδρες που δεν είναι εύκολο να τις αποκεφαλίσεις. Το χρώμα, οι πεποιθήσεις, η εμφάνιση, το βάρος, το φύλο, η ηλικία, το καθετί, μπορεί να στιγματίσει άτομα και ομάδες. Είναι λυπηρό, είχε πει ο Αϊνστάιν, το ότι στην εποχή μας είναι ευκολότερο να διασπάσουμε ένα άτομο, παρά μια προκατάληψη. Όπως επισημαίνουν πρόσφατες έρευνες, οι κυρίαρχες σύγχρονες εκδοχές του ρατσισμού στην Ευρώπη και την Αμερική διαφέρουν από παλαιότερες, επειδή δεν είναι πλέον κραυγαλέα εμφανείς. Είναι συγκεκαλυμμένες και έμμεσες, λόγω του ότι κανείς δεν θέλει να χαρακτηρίζεται ρατσιστής».

Σε άλλη του συνέντευξη σημειώνει ότι τα σοβαρά αλλά και επώδυνα θέματα, όπως το θέμα της ρατσιστικής γενοκτονίας, πρέπει να τα χειρίζεται κανείς με συμβολικό και αλληγορικό τρόπο, όταν απευθύνεται σε παιδιά. Μάλιστα, όταν μιλά για την Τελευταία Μαύρη Γάτα, αναφέρεται και σε ξένες κριτικές για το βιβλίο για να ενισχύσει την άποψη ότι το έργο αποτελεί μια «αρμόζουσα» εισαγωγή σε αυτά τα «επώδυνα» θέματα:

«Οι “Times Educational Supplement” θεωρούν το βιβλίο κατάλληλη εισαγωγή για τα παιδιά του δημοτικού στα θέματα της γενοκτονίας. Ακούω συχνά γονείς να νιώθουν ότι με αυτό το βιβλίο μπορούν επιτέλους να μιλήσουν στα παιδιά τους για τις φρικτές επιπτώσεις του ρατσισμού. […] Τα θέματα του ρατσισμού και της γενοκτονίας είναι εξαιρετικά επώδυνα για να περιγραφούν στα παιδιά με ρεαλιστικό τρόπο, χωρίς να τα τραυματίζουν. “Η τελευταία μαύρη γάτα”, συνδυάζοντας μέσα από μια συναρπαστική περιπέτεια τον λυρισμό με το χιούμορ, τη συγκίνηση με το μυστήριο και την απόγνωση με την ελπίδα, είναι μια αρμόζουσα για την προσληπτικότητα των παιδιών εισαγωγή. Οι γονείς ανάλογα με την ηλικία, ευαισθησία και ενδιαφέροντα του κάθε παιδιού, μπορούν να τη χρησιμοποιήσουν όποια στιγμή κρίνουν κατάλληλη ως βάση για μια ιστορική αναδρομή σε όλα αυτά τα φαινόμενα».

Η επιτομή του έργου θα μπορούσε να δοθεί σύμφωνα με τον συγγραφέα με τη φράση:

                                                «Ένα ψέμα, όσοι και να το λένε, δεν παύει να είναι ψέμα».

 

Για την ημερολογιακή καταγραφη της συνάντησης

Η συντονίστρια της Λέσχης

Σίσσυ Τσιφλίδου, εκπαιδευτικός, Δρ. Λογοτεχνίας και Θεάτρου ΠΤΔΕ, ΕΚΠΑ

Trivizas13