Ο Ψύλλος του Δημήτρη Σπύρου 15/1/2014
Η Υπόθεση
Ένας δωδεκάχρονος μαθητής που ζει σε κάποιο ορεινό χωριό της Ολυμπίας συντάσσει και διανέμει μια χειρόγραφη εφημερίδα με τίτλο «Ο Ψύλλος». Η τακτική ταχυδρόμηση της εφημερίδας του σε διάφορα μέρη και τα γράμματα που λαμβάνει ως απάντηση, είναι ο μόνος τρόπος να ταξιδεύει, να ξεφεύγει νοερά από τα στενά όρια του χωριού. Για τους γονείς του, ανθρώπους του μεροκάματου, είναι μια ασχολία χωρίς πρακτικό αντίκρισμα, ενώ για τους συγχωριανούς του, μια γραφικότητα προς χλευασμό. Μέχρι που καταφθάνει από την Αθήνα μια δημοσιογράφος, για να πάρει συνέντευξη από το νεαρό «εκδότη». Το απροσδόκητο ενδιαφέρον της πρωτεύουσας θα μεταστρέψει την πεποίθηση όλων για την αξία της φυλλάδας, όμως ο μαθητής θα παραμείνει πιστός στους στόχους και τις επιθυμίες του.
Δημήτρης Σπύρου
Ο Δημήτρης Σπύρου γεννήθηκε στα Διάσελλα της Ολυμπίας το 1954. Σπούδασε θέατρο και κινηματογράφο. Εργάστηκε ως ηθοποιός, δημοσίευσε ποιήματα και διηγήματα, έγραψε σενάρια για τηλεοπτικές παραγωγές και σκηνοθέτησε, πέρα από τις κινηματογραφικές του ταινίες, αρκετά ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση. Η ταινία του "Ο Ψύλλος" τιμήθηκε με το βραβείο CIFEJ στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Είναι Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ ταινιών για παιδιά και νέους Πύργου-Αρχαίας Ολυμπίας.
Κριτική παρουσάση από τον Γιάννη Μπακογιανόπουλο
Ο «Ψύλλος» του Δημήτρη Σπύρου είναι μια συμπαθητική ταινία, επειδή συμπαθητική και γλυκειά είναι η ματιά του σκηνοθέτη πάνω σε μια αληθινή «ηρωική» ιστορία, την οποία αναπλάθει. Ένας δωδεκάχρονος μαθητής συντάσσει και κυκλοφορεί μονάχος του μια χειρόγραφη εφημερίδα, σε ένα ορεινό χωριό της Ολυμπίας, το 1965. Ο μικρός επίδοξος εκδότης σ? αυτό το απομακρυσμένο χωριό, διατρέχει την ταινία και κατορθώνει με την επιμονή, την υπομονή και το πείσμα του να ανοίγει ένα παράθυρο στο κόσμο, να διατηρεί την ελπίδα του και να αντιπαλεύει τον συντηρητικό μικρόκοσμο του χωριού του, μέσα από την παιδική αθωότητα των ενεργειών του.
Ο Σπύρου επικεντρώνεται αποκλειστικά πάνω στον μικρό ήρωά του αφήνοντας διακριτικά στο φόντο την ηθογραφική σκιαγράφηση του πλαισίου όπου κινείται. Τα γυρίσματα έγιναν σε φυσικούς χώρους και σ? αυτό χρωστάει εν πολλοίς η ταινία την αίσθηση της αυθεντικότητας που την διαπερνάει. Ο Σπύρου όμως δεν περιορίζεται σε κάποια συγκινητική «αγιογραφία» ενός παιδιού και του κατορθώματός του. Εκθέτει βαθμιαία και τις «παρεκκλίνουσες» δυνάμεις, την τάση εκμετάλλευσης της μοναδικής του περίπτωσης τόσο από τους συχωριανούς, όσο και από την «συμπαθούσα» Αθηναία δημοσιογράφο. Η ανάπτυξη της συνείδησης του μικρού ήρωα είναι το τελικό κέρδος. «Ο Ψύλλος» κέρδισε πολλά βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ παιδικού κινηματογράφου.
Η ταινία είναι πολύ καλή από τεχνικής πλευράς, με εξαιρετική φωτογραφία των γραφικών πέτρινων σπιτιών και των ορεινών τοπίων. Η πρωτότυπη μουσική -σόλο κλαρίνο, κιθάρα και φλάουτο- εντάσσεται απαλά στη δράση. Οι ερμηνείες είναι απολαυστικές, προ πάντων αυτές των παιδιών.
* Οι πληροφορίες έχουν ανακτηθεί από διαφορετικούς ιστότοπους που αναφέρονται σε κριτικές παρουσιάσεις της ταινίας.
Επιμέλεια παρουσίασης
Σίσσυ Τσιφλίδου
Ο «Πόλεμος των Κουμπιών»* 4/12/2013
Γραμμένος το 1912, ο «Πόλεμος των Κουμπιών» θα γινόταν γρήγορα ένα ορόσημο της εφηβικής λογοτεχνίας, κυρίως, λόγω των αντιπολεμικών του μηνυμάτων μέσα από την αντίστιξη του πολέμου δύο παιδικών συμμοριών από αντίπαλα γαλλικά χωριά με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η πρώτη μεταφορά του βιβλίου στο σινεμά θα γινόταν το 1937 από τον Ζακ Νταρόι με τίτλο «La Guerre des Gosses», ενώ το 1962 ο Ιβ Ρομπέρ θα έκανε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της καριέρας του αποτυπώνοντας σε μια κλασική παιδική ταινία τις αναμνήσεις του Περγκό, κερδίζοντας το βραβείο Ζαν Βιγκό που δίνεται σε νέους Γάλλους σκηνοθέτες. Έκτοτε, ο «Πόλεμος των Κουμπιών» θα μεταφερόταν ακόμη μια φορά στον κινηματογράφο από τον Ιρλανδό Τζον Ρόμπερτς σε μια μάλλον ασθενική διασκευή, ξεχασμένη από τον χρόνο.
Βιογραφικά και Εργογραφικά του Louis Pergaud
Γεννήθηκε στο Μπελμόν, στις 22 Ιανουαρίου 1882 και σκοτώθηκε σε μια μάχη κοντά στη Μαρσεβίλ, στις 4 Απριλίου 1915. Ο πατέρας του Pergaud ήταν ένας ρεπουμπλικάνος δάσκαλος και ο Pergaud από τα 16 του ήταν ένα ατίθασο παιδί. Από το 1907, εγκαταλείπει την επαρχία, όπου μεγάλωσε, και πηγαίνει στο Παρίσι. Το 1908 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1910 εκδίδει το «Η Αλεπού στο Παζάρι» όπου και βραβεύεται. Με παρόμοια θεματολογία, που σχετίζεται με τις συνήθειες των ζώων, εκδίδει άλλο ένα βιβλίο την επόμενη χρονιά και τρία χρόνια αργότερα εκδίδει το «Η ιστορία ενός σκύλου».
Το 1912 εκδίδεται το «Ο πόλεμος των κουμπιών» στο οποίο ο συγγραφέας μέσω της μυθοπλασίας του μεταφέρει τις μνήμες του από το χωριό του, Λαντρές, κοινότητα της επαρχίας Μπεζανσόν, όπου έμενε. Το βιβλίο αυτό μεταφέρθηκε στην οθόνη το 1936 από τον Jack Deroy, το 1962 από τονYves Robert και το 1994 από τον John Roberts.
Είναι ευφυής η ιδέα τα παιδιά να κάνουν έναν πόλεμο ακριβώς όπως και οι μεγάλοι. Τα παιδιά παίρνουν λάφυρο τα κουμπιά του αντιπάλου, και οι ηττημένοι πηγαίνουν στους γονείς τους να τους ράψουν πουκάμισο και παντελόνι. Το καλό με την ταινία είναι ότι ακόμη και στον πόλεμο των παιδιών, ισχύει η έννοια της τιμής και όχι του κέρδους. Από την άλλη, υπάρχουν οι προδότες, οι ανατροπές, και οι μεγάλοι, που θεωρούν γενικώς τα παιδιά αλήτες.
Η ταινία έχει εντυπωσιακές σκηνές μάχης, νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε πραγματικό πόλεμο! Τα αστεία και οι βρισιές δίνουν και παίρνουν, και ο μικρός πιτσιρικάς που ζητά να κόψουν τα αυτιά του αντιπάλου είναι απολαυστικός.
Ωστόσο, ο κοινωνικός περίγυρος είναι παρών. Ο μικρός αρχηγός της ομάδας αντιμετωπίζει την απειλή του αναμορφωτηρίου. Οι γονείς ασχολούνται τόσο με την επιβίωση που παραμελούν να ασχοληθούν με τα παιδιά τους.
Όμως, τα παιδιά δίνουν και μαθήματα δημοκρατίας και ισότητας. Είναι φανταστική η σκηνή όπου όλα τα παιδιά πρέπει να συμβάλλουν οικονομικά, χωρίς όμως να έχουν την αντίστοιχη δυνατότητα. Τότε εισέρχονται θέματα ίσης μεταχείρισης και διανομής για τον κοινό σκοπό, με ευτράπελες συνέπειες.
Θαυμάσια ταινία, λοιπόν, μια μικρή αλληγορία για τους ανούσιους πολέμους των μεγάλων. Μια ταινία που δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ακριβώς παιδική· περισσότερο θα λέγαμε νοσταλγική, με τα παιδιά να παίζουν ως επαγγελματίες και η αθωότητά τους να σε κερδίζει από το πρώτο τους βλέμμα. Απίστευτη και η ατάκα που κλείνει το έργο:
«Σκέφτομαι πως όταν γεράσουμε, ίσως να γίνουμε και μεις τόσο ανόητοι όσο κι εκείνοι...».
Η υπόθεση στο βιβλίο
Ενώ ο πλανήτης ταρακουνιέται από τα τρομερά γεγονότα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ένας άλλος πόλεμος μαίνεται, σε μια απομακρυσμένη γωνιά της γαλλικής επαρχίας. Τα παιδιά των γειτονικών χωριών Λονζβέρν και Βελράν μισιούνται από πάντα. Τώρα όμως, η μάχη τους θα πάρει μια νέα τροπή: οι δυο πλευρές αποφασίζουν να αφαιρέσουν από τους αιχμαλώτους τους τα κουμπιά από τα ρούχα τους και να τους επιστρέψουν στα σπίτια τους, σχεδόν γυμνούς, νικημένους και ταπεινωμένους. Όποιο χωριό μαζέψει τα περισσότερα κουμπιά, θα είναι και ο νικητής. Η ιστορία ακολουθεί τον Λεμπράκ, ένα σκληρό, βασανισμένο, αλλά καλόκαρδο 13χρονο, «στρατηγικό αρχηγό» του Λονζβέρν, και τους υπολοχαγούς του, Μεγάλο Τζίμπους, Μπακέιλ και Μικρό Τζίμπους... την μασκότ της ομάδας, ένα 8χρονο πιτσιρίκι που συμμετέχει στη μάχη με ξεκαρδιστική σοβαρότητα.
Η άφιξη της Βαϊολέτ, μιας νεαρής από την πόλη θα κάψει καρδιές, ειδικά εκείνη του Λεμπράκ. Η εμφάνιση της, όμως, δημιουργεί υποψίες: έχει εβραϊκή καταγωγή και έχει έρθει, για να βρει καταφύγιο με την υποτιθέμενη θεία της, την όμορφη Σιμόν, με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος ο δάσκαλος του χωριού.
"Ο Πόλεμος των Κουμπιών" αφηγείται μια ιστορία με τρυφερότητα και ζεστασιά, με όλη όμως την δράση και τις συγκινήσεις μιας "πολεμικής" ταινίας, με φόντο το δράμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, σε μια Γαλλία, κατειλημμένη από τη ναζιστική Γερμανία.
*Οι πληροφορίες έχουν παρθεί από διάφορους ιστότοπους που διαθέτουν κριτικές παρουσιάσεις της συγκεκριμένης ταινίας, καθώς και της Biblionet αλλά και άλλων κριτικών παρουσιάσεων του βιβλίου.
Επιμέλεια παρουσίασης
Σίσσυ Τσιφλίδου
Ο μάγος του Οζ* 13/11/2013
Ο μάγος του Οζ δεν είναι απλά ένα συνηθισμένο παιδικό παραμύθι, αλλά ένα από τα πιο μαγευτικά παραμύθια στην ιστορία του κινηματογράφου, γυρισμένο με τρόπο που θα ζήλευαν πολλές ταινίες ακόμη και σήμερα. Μεταφέρει τον θεατή σε έναν κόσμο ονειρικό και παραμυθένιο, ενώ περιέχει διαχρονικά μηνύματα σχετικά με το τί αξίζει στη ζωή. Δικαίως χαρακτηρίζεται έργο για όλες τις ηλικίες...
Ίσως εκπλαγούμε, αν ψάξουμε για αλήθειες στον φαντασμαγορικό κόσμο του μέγα και παντοδύναμου Οζ, ακολουθώντας μια βαθιά ανάγκη για απόδραση στο ονειρικό και φανταστικό. Το μονοπάτι προς τη χώρα του Οζ, αλλόκοτα φωτεινό αλλά και γεμάτο κινδύνους, οδηγεί σε μια μάλλον πεζή διαπίστωση: αυτό που θα μπορούσε να μας κάνει δυνατούς εκπορεύεται από ένα τεράστιο ψέμα. Στη Μητρόπολη του Οζ, θα βρεθούμε απέναντι στην κομμένη κεφαλή ενός εικονικού γίγαντα υπερανθρώπου, δημιούργημα ενός αινιγματικού εφευρέτη, που χρησιμοποιεί τον φόβο και τη δύναμη του θεάματος άλλοτε για να χειραγωγεί τις μάζες κι άλλοτε για να τις εμψυχώνει απέναντι σε εχθρούς.
Η ηρωίδα της ταινίας, η Ντόροθι, μια κοπελίτσα που ζει με τον θείο και τη θεία της σε ένα φτωχικό αγρόκτημα στο Κάνσας, ονειρεύεται έναν πολύχρωμο τόπο χαράς και ευτυχίας πέρα από το ουράνιο τόξο. Το νόημά του συνοψίζεται στο τέλος, στη σκηνή που κυριαρχεί ο μάγος του Όζ...
Η ταινία είναι έγχρωμη. Αρχίζει και τελειώνει όμως με ασπρόμαυρη φωτογραφία, που ανασυνθέτει μια εικόνα της Αμερικής πληγωμένης βαθιά από το οικονομικό κραχ του 1929. Ο κόσμος είναι σκληρός και άδικος. Η Ντόροθι τραγουδάει το «Over the Rainbow» (ένα τραγούδι-σταθμός για το μιούζικαλ) και στη συνέχεια βάζει τα κλάματα γιατί δεν θέλει να αποχωριστεί το σκυλάκι της, τον Τότο. Μια κακιά δασκάλα, που ένιωσε τα δόντια του ζωντανού στα πισινά της, εμφανίζεται απειλητική με ένα χαρτί από τον σερίφη, ο οποίος διατάσσει την Ντόροθι να παραδώσει στην παθούσα το σκυλί. Λίγο μετά, ένας ανεμοστρόβιλος σηκώνει σαν κουκλόσπιτο το ξύλινο σπίτι μαζί και την Ντόροθι και την παίρνει μακριά πέρα από το ουράνιο τόξο.
Και εκεί ο κόσμος είναι μοιρασμένος σε καλό και κακό. Ένα παιδί, όμως, μπορεί να τον αλλάξει, γιατί είναι παραμυθένιος. Η περιπέτεια που θα ζήσει η Ντόροθι θα τη διδάξει ότι κι ο αληθινός κόσμος θα μπορούσε να αποκτήσει χρώμα, αν οι άνθρωποι εμπιστευτούν τη δύναμη που κρύβεται στο μυαλό και στην ψυχή τους. Το θάρρος έρχεται μόνο του!
Ασπρόμαυρα ξεκινάει και η ταινία, «Οζ μέγας και παντοδύναμος», που είναι σαν πρίκουελ της παλιάς. Μαθαίνουμε ποιος στα αλήθεια είναι ο Οζ και πώς έφτασε στην παραμυθένια χώρα των τριών μαγισσών!
Αυτό το μιούζικαλ φαντασίας, που γυρίστηκε εν έτη 1939, είναι από τις πρώτες έγχρωμες ταινίες της 7ης τέχνης. Τα οπτικά της εφέ θεωρούνταν πρωτοποριακά για εκείνη την εποχή. Επίσης, το φιλμ θα είχε σαρώσει τα όσκαρ, αν δεν είχε την ατυχία να βγει την ίδια χρονιά με το "Όσα παίρνει ο άνεμος". Η Τζούντι Γκάρλαντ τιμήθηκε με ένα ειδικό βραβείο όσκαρ για τα τραγούδια που ερμήνευσε στην ταινία. Το πιο γνωστό είναι το "Over the rainbow".
Αν κι έχουν περάσει σχεδόν 75 χρόνια, O Μάγος του Οζ (1939) εξακολουθεί να διατηρεί τη μαγεία του. Εμπνευσμένη από τις σελίδες των μυθιστορημάτων του Λ. Φρανκ Μπάουμ, η ταινία έχτισε το μύθο του Χόλιγουντ και απετέλεσε τη βάση της μαγείας του σινεμά.
Μέχρι τότε είχαν προηγηθεί μερικές βωβές απόπειρες μεταφοράς του κόσμου του συγγραφέα στη μεγάλη οθόνη.
Αρχικά ο Οζ δεν επρόκειτο καν να γίνει ταινία, καθώς τα εμπόδια θεωρούνταν αξεπέραστα. Όταν, όμως, η MGM είδε την επιτυχία της Χιονάτης και των Επτά Νάνων του Ντίσνεϊ που κυκλοφόρησε την προηγούμενη χρονιά (1938), θεώρησε ότι είχε έρθει η ώρα για ένα κινηματογραφικό παραμύθι, διαφορετικό από τα άλλα.
Η ταινία κόστισε 2.600.000 δολάρια (ποσό τεράστιο για την εποχή) και στην πρώτη της προβολή στις αίθουσες δεν έβγαλε τα λεφτά της (συγκέντρωσε μόλις 3 εκατομμύρια δολάρια). Αυτό δεν την εμπόδισε από το να γίνει σύντομα κλασική και να αγαπηθεί από εκατομμύρια κινηματογραφόφιλους.
Όσο για αυτούς που ισχυρίζονται ότι το να γυρίζει κανείς τον Μάγο του Οζ, είχε «πλάκα»; «Πλάκα; Δεν είχε πλάκα! Ήταν σκληρή δουλειά!» δήλωσε κάποτε ο Τζακ Χέιλι, ο ηθοποιός που ερμήνευσε τον Τενεκεδένιο.
Ο παραγωγός Μέρβιν Λε Ρόι δεχόταν έντονες πιέσεις να επιλέξει ως πρωταγωνίστρια το παιδί-θαύμα, Σίρλεϊ Τεμπλ. Σε ντοκουμέντο της εποχής δηλώνει χαρούμενη που επέστρεψε σπίτι της, λέγοντας τη φράση «There is no place like home» αναφορά στο γεγονός ότι οι παραγωγοί εξέταζαν την πιθανότητα να της δώσουν τον ρόλο της Ντόροθι.
Ωστόσο, όταν ο Λε Ρόι την άκουσε σε μία ανεπίσημη οντισιόν να τραγουδά, θεώρησε ότι δεν διαθέτει την απαραίτητη ωριμότητα στη φωνή για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του ρόλου. Αντί γι? αυτήν επέλεξε την 16χρονη Τζούντι Γκάρλαντ, η καριέρα της οποίας θα εκτοξευόταν μετά τον Οζ. Και να σκεφτεί κανείς ότι παραλίγο η Γκάρλαντ να μην τραγούδαγε τη μεγάλη της επιτυχία «Over the Rainbow»!
Τα γυρίσματα της ταινίας δεν ξεκίνησαν με τους καλύτερους οιωνούς. Αρχικά, τον ρόλο του Τενεκεδένιου είχε αναλάβει ο Μπάντι Έμπσεν. Το τμήμα μέικ απ του έβαζε κάθε μέρα σκόνη αλουμινίου για να του δώσει το ασημένιο χρώμα που γνωρίζουμε. Ο Έμπσεν παρ? ολίγον να χάσει τη ζωή του, καθώς δεν μπορούσε να αναπνεύσει λόγω της σκόνης και οδηγήθηκε στο νοσοκομείο σε σοβαρή κατάσταση. Επιπλέον, η παραγωγή αποφάσισε να τον απολύσει! Ήταν μια τραυματική εμπειρία για τον ηθοποιό.
Τη θέση του πήρε ο Τζακ Χέιλι, ο οποίος δεν έμαθε τίποτα για τη σχεδόν θανατηφόρο εμπειρία του προκατόχου του. Το τμήμα μέικ απ δεν πήρε άλλο ρίσκο: αντικατέστησε την σκόνη αλουμινίου με κάποιου είδους κρέμας αλουμινίου, η οποία, πάντως, προκάλεσε προβλήματα στα μάτια του Χέιλι.
Φυσικά, η πολύχρωμη και ενδιαφέρουσα ιστορία του πώς γυρίστηκε ο Μάγος του Οζ δεν θα υπήρχε χωρίς τα munchkins. Οι νάνοι που χρησιμοποιήθηκαν (δεκάδες) προέρχονταν από το θέατρο vaudeville ή είχαν εμπειρία στο τσίρκο.
Για τους συντελεστές η δουλειά ήταν σκληρή. Τα κοστούμια ήταν δύσχρηστα (μόνο το λιονταρίσιο κοστούμι του Μπερτ Λαρτ ζύγιζε 40 κιλά) και θεωρούνταν τόσο τρομακτικά, ώστε οι ηθοποιοί δεν μπορούσαν να γευματίζουν με τους άλλους στην τραπεζαρία! Οι ηθοποιοί ξυπνούσαν πολύ πρωί, στις 5:00 τα ξημερώματα, πήγαιναν στην γκαρνταρόμπα και στο μαγικιάζ και δούλευαν μέχρι τις 8 το βράδυ.
Την πιο σκληρή δουλειά, την είχε φυσικά το τμήμα ειδικών εφέ. Η χρήση Technicolor απαιτούσε ένα υπερβολικά φωτισμένο σκηνικό, με αποτέλεσμα πολλοί ηθοποιοί να ασφυκτιούν μέσα στα κοστούμια τους.
Παρά τις γκρίνιες, όμως, όλοι αναγνώριζαν ότι έγραφαν κινηματογραφική ιστορία.
Ο Μάγος του Οζ από τον Λ. Φρανκ Μπάουμ, έχει ψηφιστεί ως η καλύτερη οικογενειακή ταινία όλων των εποχών από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Ταινιών.
* Οι πληροφορίες είναι παρμένες από διάφορους διαδικτυακούς τόπους, κριτικές της ταινίας , τη biblionet αλλά και των εκδοτικών οίκων που εκδίδουν το βιβλίο του Μπάουμ.
Επιμέλεια παρουσίασης
Σίσσυ Τσιφλίδου
Ξυπόλητο τάγμα* 23/10/2013
Tο χαμένο κινηματογραφικό ντοκουμέντο του Γκρεγκ Tάλας ξετυλίγει με αυτήν την αναπαλαιωμένη κόπια της ταινίας- σταθμό για τον ελληνικό κινηματογράφο και μετά από πολλά χρόνια, τις συγκινητικές εικόνες του στο σκοτάδι της αίθουσας.
Το Ξυπόλητο τάγμα είναι η αληθινή ιστορία 160 παιδιών, που η δράση τους πήρε διαστάσεις μύθου όταν διώχτηκαν από τα ορφανοτροφεία της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί κατακτητές στα χρόνια της κατοχής του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Γερμανοί αδειάζουν τα δημόσια κτίρια και τα επιτάσσουν. Ανάμεσα σε αυτά τα κτίρια είναι και αρκετά ορφανοτροφεία. Τα ορφανά πετάγονται στο δρόμο και καταφεύγουν σ' ένα απομακρυσμένο, μισογκρεμισμένο κτίριο. Μια ομάδα, απ? αυτά τα ορφανά, για να επιβιώσουν, παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Οργανώνονται σαν μυστικός «στρατός», σ΄ ένα είδος καλόκαρδης ηρωικής συμμορίας με ιεραρχία και πειθαρχία. Μόνα τους συγκροτούν ομάδες κρούσης και βοήθειας. Πηγή για την τροφοδοσία τους είναι τα γερμανικά καμιόνια που κουβαλάνε ψωμί και τρόφιμα και οι μαυραγορίτες. Τα παγιδεύουν και τα κλέβουν! Τα κλεμμένα μοιράζονται στα ορφανά, αλλά και σε άλλους κατοίκους της Θεσσαλονίκης που είχαν ανάγκες.
Eπίσης, πέρα από την αρωγή που παρείχαν στο κόσμο, κατάφερναν με την εξυπνάδα και το κουράγιο τους να βοηθούν την Αντίσταση, βρίσκοντας τρόπους να φυγαδεύουν στη Μέση Ανατολή Έλληνες, Αμερικάνους και Εγγλέζους αξιωματικούς, με σκοπό να ενωθούν με τους εκεί συμμαχικούς στρατούς.
Τα παιδιά του «Ξυπόλυτου Τάγματος» έμειναν στην ιστορία σαν σαλταδόροι! Σαλταδόρους δεν είχε μόνο η Θεσσαλονίκη, αλλά ολόκληρη η Ελλάδα!
«.../Τρεις φίλοι απ' τον Βύρωνα με τρύπιο παντελόνι/ χωρίς να κάνουν σαματά κουρσέψαν το καμιόνι./ Και μύρισε, θεούλι μου, ο δρόμος μακαρόνι/Σταδίου και Αμερικής, μέχρι Κολοκοτρώνη», λέει ένα τραγούδι της εποχής, που έγραψε ένας πραγματικός σαλταδόρος, ο αργότερα στιχουργός Ξενοφών Φιλέρης.
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄40, βρισκόταν στην Αμερική ο ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου Νίκος Κατσιώτης, ο οποίος συζητώντας με τον Γκρεγκ Τάλλας (Γρηγόρης Θαλασσινός) του διηγήθηκε πως την ημέρα που η Θεσσαλονίκη γιόρταζε την απελευθέρωσή της, τον Νοέμβριο του 1944, στο τέλος της διαδήλωσης ακολουθούσε ένα τσούρμο από κουρελήδες πιτσιρικάδες οι οποίοι κρατούσαν ένα πανό που έγραφε «Ξυπόλητο Τάγμα». Η διήγηση του Νίκου Κατσιώτη, συγκλόνισε τον Τάλλας κι αποφάσισε να κάνει το «Ξυπόλητο Τάγμα» ταινία.
Το 1952, ο Γκρεγκ Τάλλας έρχεται στην Ελλάδα και με την περιορισμένη οικονομική υποστήριξη ενός άλλου Ελληνοαμερικανού, ξενοδόχου στο Λος Άντζελες, του Πέτρου Μπουντούρη, άρχισε να γυρίζει την ταινία « Το Ξυπόλητο Τάγμα». Ο Νίκος Κατσιώτης έγραψε το σενάριο, ενώ την μουσική έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης (η πρώτη του για κινηματογραφική ταινία), με εκτέλεση από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (υπό την διεύθυνση τού ιδίου). Η θαυμάσια φωτογραφία ήταν του Μιχάλη Γαζιάδη.
Ο Γκρεγκ Τάλλας αποθαρρημένος από την υποτυπώδη κινηματογραφία της Ελλάδας της εποχής, σκέφτηκε αρχικά να γυρίσει την ταινία στη Νάπολη, πόλη που θεωρούσε πως είχε μια περίεργη ομοιότητα, το ίδιο άρωμα, με τη Θεσσαλονίκη. Αλλά πάλι κάτι τον έτρωγε.
Κι έτσι ήρθε στην Ελλάδα και γύρισε την ταινία στη Θεσσαλονίκη σε φυσικούς χώρους.
Μόνο τη σκηνή της «μαύρης αγοράς» γύρισε για καθαρά πρακτικούς λόγους στην Αθήνα, στην περιοχή των Φυλακών Αβέρωφ, όπου και λειτουργούσε πραγματικά η μαύρη αγορά στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής.
Χρησιμοποίησε μόνο δύο επαγγελματίες ηθοποιούς, τον Νίκο Φέρμα και τη Μαρία Κωστή. Όλοι οι άλλοι που έπαιξαν στην ταινία ήσαν ερασιτέχνες.
Τα 63 από τα 66 παιδιά που πήραν μέρος στα γυρίσματα, ο Γκρεγκ Τάλλας τα πήρε από αναμορφωτήρια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.
Η μηχανή λήψης ήταν του 1924 και χρησιμοποιήθηκαν μόνο 6 προβολείς για τον φωτισμό. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της ταινίας -σε συνδυασμό με τις συνθήκες παραγωγής- ήταν μια μεγάλη έκπληξη στην Αμερική. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι αυτή η ταινία γυρίστηκε με τόσο λίγα τεχνικά μέσα. Για παράδειγμα, ο φωνολήπτης της Κολούμπια ήταν αδύνατο να πιστέψει πως αυτή η ταινία γυρίστηκε βουβή και πως είχαν επιτευχθεί τόσο άψογοι συγχρονισμοί στο ντουμπλάρισμα της ηχητικής μπάντας στην Ελλάδα!
Το αρνητικό της ταινίας είχε χαθεί και χάρη στις προσπάθειες του διευθυντή της Ταινιοθήκης της Ελλάδας, Θόδωρου Αδαμόπουλου που εντόπισε δύο κόπιες προβολής σε καλή κατάσταση, δημιουργήθηκε, μετά από χρονοβόρες και πολυδάπανες διαδικασίες, ένα καινούργιο αρνητικό της ταινίας.
Το «Ξυπόλυτο Τάγμα» ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που κατόρθωσε να βραβευτεί σε διεθνές φεστιβάλ. Πήρε το 1955 το πρώτο βραβείο («Χρυσή Δάφνη»), στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Εδιμβούργου. Mε το Ξυπόλητο Tάγμα, ο Γκρεγκ Tάλλας, πέτυχε μια σπουδαία νεοραλιστική ταινία και αποφεύγοντας τις μελοδραματικές παγίδες που έστηνε το θέμα, μας έδωσε την ατμόσφαιρα της μαύρης απελπισίας που ζούσε η Θεσσαλονίκη την εποχή του '40. Έτσι η ταινία του γίνεται ένα ντοκουμέντο της ναζιστικής τρομοκρατίας και μία μαρτυρία συγκλονιστική.
Περισσότερα για την ταινία
Tο ελληνικό όνομα του Γκρεγκ Τάλλας ήταν Γρηγόρης Θαλασσινός. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1909 πέθανε στην Αθήνα το 1993.
Ο Βιτόριο Ντε Σίκα όταν είδε το 1955 το Ξυπόλητο Τάγμα στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου είπε στον Γκρεγκ Τάλλας: «Αν είχες γυρίσει αυτή την ταινία προτού γυρίσω εγώ τον Κλέφτη των Ποδηλάτων τότε σήμερα θα ήσουν εσύ ο Ντε Σίκα!».
Tην καταπληκτική μουσική της ταινίας έχει γράψει ο Μίκης Θεοδωράκης και αυτή ήταν η πρώτη μουσική που συνέθεσε για κινηματογραφική ταινία.
* Οι πληροφορίες έχουν παρθεί από διάφορους διαδικτυακούς τόπους που διαθέτουν κριτικές παρουσιάσεις της ταινίας.
Επιμέλεια παρουσίασης
Σίσσυ Τσιφλίδου
1η ταινία: Όλιβερ Τουίστ * 16/10/2013
Μέσα από μια άκρως ρεαλιστική διήγηση, ο Κάρολος Ντίκενς στο πολυδιαβασμένο αυτό μυθιστόρημα σκιαγραφεί τη δύσκολη ζωή των παιδιών της εργατικής τάξης στη βικτοριανή Αγγλία. [Ο Ντίκενς έζησε στη Βικτωριανή εποχή, δηλαδή στο Λονδίνο του 19ου αιώνα. Αυτή η εποχή πήρε το όνομά της από τη βασίλισσα Βικτωρία]. Ο συγγραφέας περιγράφει στα έργα του πολύ παραστατικά το Λονδίνο της εποχής εκείνης με τις έντονες αντιθέσεις του πλούτου και της φτώχειας. Όλο και περισσότεροι μετανάστες πήγαιναν να εγκατασταθούν εκεί και να δουλέψουν στα εργοστάσιά του. Από τη μια ήταν το Σίτι, το πλούσιο και λαμπερό κέντρο της πόλης, και λίγα βήματα πιο πέρα οι λαϊκές συνοικίες με την απερίγραπτη φτώχεια.
Το έργο καταδεικνύει πως οι μικροί αναξιοπαθούντες δεν είναι παρά το αποτέλεσμα των νόμων που οι εφησυχασμένοι ενήλικες αστοί έφτιαξαν. Ανάμεσα στην εκμετάλλευση και το έγκλημα, τα παιδιά αυτά δεν έχουν καμία άλλη επιλογή?
Δεν υπάρχει κατάλογος παιδικών βιβλίων ελληνικού εκδοτικού οίκου που να μην συμπεριλαμβάνει έργα του Ντίκενς. Κι είναι να απορεί κανείς, γιατί όταν αυτά τα έργα γράφτηκαν, στο βικτοριανό Λονδίνο του 19ου αιώνα, μόνο για παιδιά δεν ήταν! Το παράδοξο αλλά και αυτό που κάνει το έργο του Ντίκενς ξεχωριστό είναι πως ο μεγάλος βικτωριανός συγγραφέας έγραψε για τα παιδιά της εποχής εκείνης με έναν συγκλονιστικό τρόπο. Μας άφησε ξεχωριστούς μυθιστορηματικούς χαρακτήρες σαν τον Όλιβερ που μέχρι σήμερα διαβάζουμε με πολλή συγκίνηση.
Γιατί όμως διάλεξε να γράψει για παιδιά; Και τι είδους παιδιά ήταν αυτά; Πόσο «παιδιά» ήταν; Μοιάζουν με εσάς σήμερα; Κι έπειτα εσείς τα σημερινά παιδιά γιατί να διαβάσετε για τα παιδιά αυτής της μακρινής εποχής;
Ένα είναι σίγουρο: αυτοί που κάποτε διάβαζαν αυτά τα έργα δεν είναι σήμερα οι ίδιοι άνθρωποι. Το αναγνωστικό κοινό άλλαξε. Και όπως ο Ροβινσώνας Κρούσος ή τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ έτσι και τα έργα του Ντίκενς από έργα για ενήλικες διασκευάζονται (ή αποδίδονται) και διαβάζονται πια μόνο από τα παιδιά. Μεταφέρθηκαν δηλαδή κατά κάποιον τρόπο από τη λογοτεχνία των μεγάλων στη λογοτεχνία των παιδιών και από έργα των μεγάλων έγιναν μόνο έργα των παιδιών. Σκεφτείτε λοιπόν πως ο Όλιβερ Τουίστ για παράδειγμα που γράφτηκε για ενήλικες, σήμερα διαβάζεται μόνο από παιδιά. Γιατί;
Α. είναι πρώτα απ? όλα γιατί οι ενήλικες τα διαλέγουν για τους μικρούς αναγνώστες: έχουν πλοκή, δράση, το καλό και το κακό είναι ξεκάθαρο κι έχουν ένα ευτυχισμένο τέλος. Αυτά τα χαρακτηριστικά λοιπόν τα κάνουν σίγουρη επιλογή από τους μεγάλους.
Β. ο Ντίκενς είναι πρώτα απ? όλα ένας μαχητικός μυθιστοριογράφος, θέτει ερωτήματα κοινωνικά για τον κόσμο που μας περιβάλλει, για την κοινωνική ανισότητα για κάθε μορφή εξουσίας. Μπορεί λοιπόν να μας είναι ξένος ο κόσμος του, αλλά δεν μας είναι ξένα τα προβλήματα που τον ταλανίζουν.
Τα ιδεολογήματα που διαπερνούν το έργο του Ντίκενς συγκλίνουν με τις κυρίαρχες ιδεολογίες που διαμορφώνουν τη διαπαιδαγώγηση των σύγχρονων παιδιών.
Γ. ο κύριος ίσως λόγος που τα έργα του Ντίκενς συγκαταλέγονται στο κόρπους της παιδικής λογοτεχνίας είναι πως οι ήρωές του είναι παιδιά. Η πλέον θεμελιώδης προδιαγραφή για τα έργα της παιδικής λογοτεχνίας παγκοσμίως είναι να έχουν για ήρωές τους παιδιά. Ένα παιδί ήρωας, όμως, χρησιμοποιείται από τον συγγραφέα για να μας αναπαραστήσει την παιδικότητα, όπως σε κάποια από τα έργα του Ντίκενς, ή για να μας δείξει τον κόσμο των μεγάλων;
Ας θέσουμε κι ένα άλλο ερώτημα: Γιατί άραγε ο Ντίκενς επικεντρώθηκε τόσο στους παιδικούς χαρακτήρες; Άλλοι λένε πως φταίει η παιδική ηλικία και τα βιώματά του: παιδί υπηρέτη, εργάτη που ζητούσε δουλειά και μετακινούσε διαρκώς την οικογένειά του -ο Τσαρλς ήταν το πρώτο από τα εννέα του παιδιά- σε διαρκώς φτωχότερα σπίτια. Άλλοι λένε πως φταίει το ιδεολογικό-κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του. Η περίοδος του 1820-1850 χαρακτηρίζεται από τη ραγδαία βιομηχανική επανάσταση στη Βρετανία, έχουμε κυριολεκτικά πληθυσμιακή έκρηξη στα αστικά κέντρα, οι πόλεις κατακλύζονται από κόσμο που ψάχνει δουλειά, που παίρνει φτηνά μεροκάματα, που δεν έχει ούτε καν πού να κοιμηθεί, που ζει σε φτωχές συνοικίες μέσα σε απίστευτη φτώχεια! Κι αυτές οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης φέρνουν κοινωνικές εκρήξεις, αναταραχές, η εκπαίδευση καταρρακώνεται, τα παιδιά των πλούσιων οικογενειών έχουν μόνο το δικαίωμα στη μόρφωση, άρα η εκπαίδευση αποκτά ταξικό χαρακτήρα. Και οι λογοτέχνες είναι στη καρδιά των εξελίξεων, ζουν την εποχή τους.
Η βικτοριανή εποχή βλέπει τα παιδιά αλλιώς, άλλοτε θέλει να πιστεύει πως τα παιδιά, η παιδική αθωότητα είναι εγγενής, κάποιος δηλαδή γεννιέται αθώος. Άλλοτε πιστεύει πως με τα παιδιά πρέπει κανείς να είναι πολύ αυστηρός, να ασκεί μια σκληρή διαπαιδαγώγηση με αυστηρές τιμωρίες και σκληρή πειθαρχία. Τα θέματα όμως των παιδικών αναγνωσμάτων δεν μπορεί να έχουν μέσα τους βία, θάνατο, αυτά τα θέματα εκείνη την εποχή ήταν taboo.
Τότε λοιπόν έρχεται στο προσκήνιο η ευθύνη των ενηλίκων στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών κάτι που πού έντονα ο Ντίκενς σκιαγραφεί στις Μεγάλες προσδοκίες, ίσως το πιο ώριμο έργο του. Οι ήρωες του Ντίκενς δεν έχουν τρυφερούς γονείς, δασκάλους ή κηδεμόνες. Η εποχή πιστεύει άλλα πράγματα για τα παιδιά, πως κουβαλάνε το προπατορικό αμάρτημα και γι' αυτό πρέπει κανείς να είναι πολύ αυστηρός μαζί τους. Στο τέλος των έργων του τα παιδιά θα βρεθούν ευτυχισμένα όχι με τους γονείς τους αλλά με τους κηδεμόνες τους, αυτούς που τα υιοθετούν.
Λένε, επίσης, πως ο Ντίκενς επηρεάστηκε και από τα λαϊκά παραμύθια που έχουν μέσα τους μοτίβα παιδιών ορφανών που έχουν χάσει την καλή τους μητέρα και δεινοπαθούν από την κακιά μητριά. Λέγεται ακόμη πως αυτό το μοτίβο το δανείζεται, γιατί και ο ίδιος είναι διχασμένος απέναντι στην παιδική αθωότητα. Έτσι το μοτίβο του Όλιβερ Τουίστ τον εξυπηρετεί: δε χρειάζεται να περιγράψει κακούς γονείς ούτε να τονίσει την κοινωνική ευθύνη, θέλει απλά να ευαισθητοποιήσει τους ενήλικες πάνω σε ζητήματα που αφορούν την παιδική ηλικία.
Στα πιο γνωστά του έργα (Όλιβερ Τουίστ, Δαβίδ Κόπερφιλντ, Μεγάλες προσδοκίες) οι ήρωες είναι παιδιά προικισμένα, ευαίσθητα, παραμελημένα, καταπιεσμένα ή αδικημένα τα οποία τελικά καταλήγουν να ευτυχήσουν στη ζωή. Είναι, όμως, αληθινά παιδιά; Μπορούμε να τα καταλάβουμε, αφού δε μιλούν παρά μέσα από την τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός παντογνώστη αφηγητή; Για παράδειγμα ο Ντίκενς είναι γνωστός για τις καταπληκτικές περιγραφές που κάνει στα έργα του. Το ενήλικο μάτι κοιτάζει τον Όλιβερ. Τα παιδιά στο έργο του είναι ο μεγεθυντικός φακός του κόσμου των ενηλίκων. Ο Ντίκενς με τη βοήθεια των παιδιών κάνει μια κοινωνική κριτική. Στον Όλιβερ Τουίστ η ηθική κατάπτωση των ενηλίκων αναδεικνύεται πιο έντονη. Για την παιδική αθωότητα μιλούν ήδη από τον 18ο αιώνα οι Γάλλοι (ο Ρουσσώ με τον Αιμίλιο). Στη βικτοριανή κοινωνία βλέπουμε πως ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα η κοινωνία τρόπον τινά διχάζεται σχετικά με την παιδική αθωότητα. Και ο Ντίκενς με τα έργα του βοήθησε πολύ σε αυτήν την κατεύθυνση.
Ο Όλιβερ, λοιπόν, δεν είναι πιστή αναπαράσταση παιδιού. Σαν λογοτεχνικός χαρακτήρας δεν έχει οντότητα. Δεν ελκύει το ενδιαφέρον μας σαν άτομο και σαν προσωπικότητα. Γίνεται ένα αρνητικό κέντρο της προσοχής μας, αφού αυτή διαθλάται στον κοινωνικό περίγυρο, στο πλαίσιο γύρω του. Συχνά είναι απών: λιπόθυμος, άρρωστος, κοιμάται, είναι κλειδωμένος σε έναν χώρο. Είναι επίσης εντυπωσιακά συνταρακτικά σιωπηλός. Σαν κεντρικός ήρωας μιλά λιγότερο από όλους. Πάντα κάτι συμβαίνει και άλλοι λένε τη δική του ιστορία. Ακόμα και η στάση του σώματός του ερμηνεύεται από τους άλλους που βλέπουν παντού ένα αξιολύπητο, αθώο παιδί. Αυτό βλέπει και ο νεκροθάφτης και το κάνει προπομπό στις παιδικές κηδείες. Το βλέπει και ο Φέιγκιν που το λυπάται και δε θέλει να το ξυπνήσει.
Έτσι θα λέγαμε πως ο Όλιβερ δεν είναι μια αναπαράσταση ενός παιδιού στο βικτωριανό Λονδίνο του 1840. Είναι μια συμβολική αναπαράσταση μιας αμόλυντης και ανθεκτικής αθωότητας, μιας εξιδανικευμένης ανθρώπινης υπόστασης.
Εάν όμως αυτά τα έργα πρόσφεραν συμβολισμούς στους ενήλικες της εποχής εκείνης, τι προσφέρουν σήμερα στους αναγνώστες τους; κι ενώ οι ενήλικες επιλέγουν το κείμενο ποιος μπορεί να βεβαιώσει το αναγνωστικό συμβάν; τι δηλαδή όλα αυτά σημαίνουν για το παιδί-αναγνώστη; (τεχνικές-στρατηγικές-συμβολισμοί:)
Πρώτα απ? όλα δεν προσφέρονται για ταυτίσεις ούτε δυνατότητες αυτογνωσίας και φαντασιακής αυτοεξερεύνησης (κριτήριο ενός καλού κειμένου για την παιδική λογοτεχνία). Είναι παιδοκεντρικά δεν είναι παιδικά. Έχουν παρελθοντικές αναπαραστάσεις της παιδικότητας.
Αν, όμως, μέσα από την ανάγνωση το παιδί κάνει ένα πέρασμα στον εαυτό του, ανακαλέσει δικά του βιώματα γονεϊκής στοργής ή απόρριψης, στιγμές μιας παιδικής ζωής που μπορεί να το οδηγήσουν στην αυτογνωσία, στο να συλλάβει τον κόσμο που ζει, αυτό κανείς δεν το ξέρει? επειδή το αναγνωστικό συμβάν είναι κάτι πολύ προσωπικό, κάτι μυστικό που αφορά δύο: το κείμενο και τον αναγνώστη?
Η υπεύθυνη για τη λειτουργία της Λέσχης εκπαιδευτικός
Σίσσυ Τσιφλίδου
* Η παρουσίαση βασίστηκε σε κριτικές κινηματογράφου, κυρίως, όμως, στη μελέτη της κας Οικονομίδου, καθηγήτριας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, για τους παιδικούς χαρακτήρες στο έργο του Ντίκενς.
Βλ. Οικονομίδου, Σούλα (2011). «Ο κύριος Ντίκενς και τα ? παιδιά του: Παιδιά-ήρωες και παιδιά-αναγνώστες», Κείμενα, τχ. 12.
Ηλεκτρονική διεύθυνση:
* Η επιλογή της συγκεκριμένης ταινίας έγινε από την εκπαιδευτικό για να τονιστεί στα παιδιά η σύγχρονη θέαση του χαρακτήρα του Φέιγκιν.
* Στην παρουσίαση της ταινίας έγινε πλήρης αναφορά στο έργο του Ντίκενς, στον εορτασμό του έτους Ντίκενς το 2012, καθώς και του Μουσείου Ντίκενς στην Αγγλία.